φρέσκος — ια, ο, θηλ. και η, Ν 1. πρόσφατος, νωπός («φρέσκα φρούτα») 2. δροσερός («φρέσκο δέρμα») 3. μτφ. ζωηρός, ακμαίος («φρέσκο μυαλό») 4. το ουδ. ως ουσ. βλ. φρέσκο (Ι) 5. φρ. «φρέσκος αέρας» α) ευχάριστη, δροσερή ατμόσφαιρα β) ειρων. αράδιασμα λόγων… … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek
πρόσφατος — η, ο / πρόσφατος, ον, ΝΑ 1. (για γεγονός, πράξη, κατάσταση) αυτός που συνέβη πριν από λίγο, τελευταία (α. «στις πρόσφατες εκλογές δεν σημειώθηκε κανένα έκτροπο» β. «προσφάτους... εὐεργεσίας», Πολ.) 2. καινούργιος, νέος (α. «οι πληγές είναι… … Dictionary of Greek
φρεσκάρω — Ν 1. καθιστώ κάτι νωπό, δροσερό 2. συνεκδ. ανανεώνω, ανακαινίζω («έδωσε τα ρούχα του να τά φρεσκάρουν») 3. (αμτβ.) α) γίνομαι φρέσκος, δροσερός («τα λουλούδια φρεσκάρουν με το πότισμα») β) γίνομαι ή φαίνομαι πιο καινούργιος γ) (για ατμοσφαιρικά… … Dictionary of Greek
έγκαιρος — η, ο (AM ἔγκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο, επίκαιρος 2. αρμόδιος, κατάλληλος μσν. νεοελλ. (για καρπούς) 1. ώριμος, γινωμένος 2. φρέσκος («έγκαιρο σταφύλι») 3. πρόσφατος … Dictionary of Greek
ένοδμος — ἔνοδμος, ον (Α) [οδμή] αυτός που έχει τη συνηθισμένη του οσμή, πρόσφατος, φρέσκος … Dictionary of Greek
αμαράγγιαστος — η, ο [μαραγγιάζω] 1. (για φυτά ή καρπούς) αυτός που δεν έχει μαραθεί, δροσερός, φρέσκος 2. (για πρόσωπα) αυτός που παρά την ηλικία του δεν έχει ρυτιδωθεί, αρυτίδωτος, αζάρωτος … Dictionary of Greek
βλασερός — και βρασερός, ή, ό 1. (για όσπρια) αυτός που βράζει εύκολα 2. (για ψωμί) ζεστός ακόμη από τον φούρνο 3. (για τυρί) νερουλός, όχι σφιχτός 4. (για καρπούς) εύσαρκος, χυμώδης 5. (για ανθρώπους) φρέσκος, γεμάτος ζωντάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βλασερός <… … Dictionary of Greek
δροσερός — ή και ά, ό (AM δροσερός, ά, όν) 1. γεμάτος δροσιά, ολόδροσος («δροσεραί πηγαί») 2. νωπός, φρέσκος («δροσερά λάχανα») 3. τρυφερός, μαλακός («δροσερόν στόμα») νεοελλ. Ι. αυτός που μοιάζει σαν να σκορπίζει δροσιά («δροσερό γέλιο») II. το θηλ. ως ουσ … Dictionary of Greek
ζωντανός — ή, ό (Μ ζωντανός, ή, όν) αυτός που βρίσκεται στη ζωή, ο έμψυχος νεοελλ. 1. μτφ. ζωηρός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για εικόνα, περιγραφή ή αφήγηση) παραστατικός, εναργής, ζωηρός («ζωντανή περιγραφή») 3. (για κρέας ή ψάρι) νωπός, πολύ φρέσκος… … Dictionary of Greek